- καταδίκη
- Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ. απαγγέλλεται: όταν δεν εκτελείται μια συμβατικά ανειλημμένη υποχρέωση (π.χ. μη καταβολή ενός τιμήματος)· όταν δεν εκτελείται άλλη νόμιμη υποχρέωση (π.χ. απόδοση χρέους)· όταν βεβαιωθεί άμεση ευθύνη (π.χ. ζημία εξαιτίας σωματικής βλάβης σε περίπτωση αδικοπραγίας) ή έμμεση (π.χ. σε βάρος των γονέων ή του επιτρόπου, εξαιτίας παράνομων πράξεων ανήλικων ή ανίκανων προσώπων). Η κ. μπορεί να αποβλέπει: στην καταβολή χρηματικού ποσού, ισοδύναμου με την οικονομική αξία της απαίτησης· στην παρακατάθεση, εγγυοδοσία ή εγγραφή υποθήκης· στην εκτέλεση μιας υλικής ενέργειας (π.χ. στην αποκατάσταση ενός κτίσματος)· σε αρνητική συμπεριφορά. Στην κ. περιλαμβάνεται και η επιδίκαση ή o επιμερισμός των εξόδων, κατά τις προβλέψεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 178). Σε περίπτωση που δεν εκτελεστεί η καταδικαστική απόφαση, παρέχεται στον διάδικο δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ποινική κ. είναι η επιβολή της ποινής ή κύρωσης που επιβάλλει το δικαστήριο εξαιτίας παράβασης ενός ποινικού κανόνα. Η κ. είναι κύρια (π.χ. κάθειρξη, φυλάκιση) ή παρεπόμενη (στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος κλπ.). Επίσης κ. ονομάζεται κάθε υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο, είτε στη διάρκεια της διαδικασίας είτε με την οριστική του απόφαση, όταν έχει επιτακτικό χαρακτήρα.
* * *η (AM καταδίκη)1. επιβολή ποινής2. η τιμωρία ή η ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριονεοελλ.μεγάλη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία, συμφορά («σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη», Βαλαωρ.)αρχ.χρηματική ποινή, αποζημίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δίκη].
Dictionary of Greek. 2013.